Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πολύποτος
πολύπους
πολύπους
πολυπραγματέω
πολυπράγματος
πολυπραγμονέω
πολυπραγμόνησις
πολυπραγμονητέον
πολυπραγμοσύνη
πολυπράγμων
πολύπρακτος
πολυπράκτωρ
πολύπρεμνος
πολυπρεπής
πολυπρηγμονέω
πολυπρήων
πολυπρόβατος
πολύπροικος
πολυπρόσωπος
πολυπρώτιστος
πολύπτερος
View word page
πολύπρακτος
πολύ-πρακτος, ον,
A). = πολυπράγμων , Vett.Val.in Cat.Cod.Astr. 8(1).163 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πολύπρακτος
Headword (normalized):
πολύπρακτος
Headword (normalized/stripped):
πολυπρακτος
IDX:
85248
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-85249
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πολύ-πρακτος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">πολυπράγμων</span> , Vett.Val.in <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Cat.Cod.Astr.</span> 8(1).163 </span>.</div> </div><br><br>'}