Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πολυπόθεινος
πολυπόθητος
πολυποίκιλος
πολυποίκιλτος
πολύποινος
πολύπολις
πολυπόνηρος
πολυπονία
πολύπονος
πολυποξύστης
πολυπόρευτος
πολύπορος
πολυποσία
πολυ<πο>σφάκτης
πολυπόταμος
πολυποτέω
πολυπότης
πολύποτμος
πολυπότνια
πολυποτόμος
πολύποτος
View word page
πολυπόρευτος
πολῠ-πόρευτος, ον,
A). much-travelled, Hsch. s.v. πολύστιπτος , Phot. s.v. πολυστείνοις.


ShortDef

much-travelled

Debugging

Headword:
πολυπόρευτος
Headword (normalized):
πολυπόρευτος
Headword (normalized/stripped):
πολυπορευτος
IDX:
85228
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-85229
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πολῠ-πόρευτος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">much-travelled,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> s.v. <span class="ref greek">πολύστιπτος</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Phot.</span> </span> s.v. <span class="ref greek">πολυστείνοις.</span> </div> </div><br><br>'}