Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πολυπόδειος
πολυπόδης
πολυποδία
πολυποδίνη
πολυπόδιον
πολυποδίτης
πολυποδώδης
πολυπόθεινος
πολυπόθητος
πολυποίκιλος
πολυποίκιλτος
πολύποινος
πολύπολις
πολυπόνηρος
πολυπονία
πολύπονος
πολυποξύστης
πολυπόρευτος
πολύπορος
πολυποσία
πολυ<πο>σφάκτης
View word page
πολυποίκιλτος
πολῠ-ποίκιλτος, ον,
A). gloss on πολύκεστος , Eust. 425.24 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πολυποίκιλτος
Headword (normalized):
πολυποίκιλτος
Headword (normalized/stripped):
πολυποικιλτος
IDX:
85221
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-85222
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πολῠ-ποίκιλτος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> gloss on <span class="ref greek">πολύκεστος</span> , <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg4083.tlg001:425:24" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg4083.tlg001:425.24/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Eust.</span> 425.24 </a>.</div> </div><br><br>'}