Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
πολύπλοκος
πολύπλοος
πολύπνοος
πολυπόδειος
πολυπόδης
πολυποδία
πολυποδίνη
πολυπόδιον
πολυποδίτης
πολυποδώδης
πολυπόθεινος
πολυπόθητος
πολυποίκιλος
πολυποίκιλτος
πολύποινος
πολύπολις
πολυπόνηρος
πολυπονία
πολύπονος
πολυποξύστης
πολυπόρευτος
View word page
πολυπόθεινος
πολῠ-πόθεινος
,
ον
,
A).
much longed-for,
i.e.
regretted,
Supp.Epigr.
6.382
(Lycaonia, Sup.).
ShortDef
much longed-for
Debugging
Headword:
πολυπόθεινος
Headword (normalized):
πολυπόθεινος
Headword (normalized/stripped):
πολυποθεινος
IDX:
85218
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-85219
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πολῠ-πόθεινος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">much longed-for,</span> i.e. <span class="tr" style="font-weight: bold;">regretted,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Supp.Epigr.</span> 6.382 </span> (Lycaonia, Sup.).</div> </div><br><br>'}