Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πολυπλόκαμος
πολυπλοκία
πολύπλοκος
πολύπλοος
πολύπνοος
πολυπόδειος
πολυπόδης
πολυποδία
πολυποδίνη
πολυπόδιον
πολυποδίτης
πολυποδώδης
πολυπόθεινος
πολυπόθητος
πολυποίκιλος
πολυποίκιλτος
πολύποινος
πολύπολις
πολυπόνηρος
πολυπονία
πολύπονος
View word page
πολυποδίτης
πολῠποδ-ίτης [ῑ] οἶνος, wine
A). flavoured with polypody, Aët. 3.61 .


ShortDef

flavoured with polypody

Debugging

Headword:
πολυποδίτης
Headword (normalized):
πολυποδίτης
Headword (normalized/stripped):
πολυποδιτης
IDX:
85216
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-85217
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πολῠποδ-ίτης</span> <span class="pron greek">[ῑ]</span> <span class="foreign greek"> οἶνος, </span> wine <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">flavoured with polypody,</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0718.tlg003:61" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0718.tlg003:61/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Aët.</span> 3.61 </a>.</div> </div><br><br>'}