Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πολύπλεθρος
πολυπλεκής
πολύπλεκτος
πολύπλευρος
πολυπλήθεια
πολυπληθέω
πολυπληθής
πολυπληθία
πολυπληθύνω
πολυπλόκαμος
πολυπλοκία
πολύπλοκος
πολύπλοος
πολύπνοος
πολυπόδειος
πολυπόδης
πολυποδία
πολυποδίνη
πολυπόδιον
πολυποδίτης
πολυποδώδης
View word page
πολυπλοκία
πολυ-πλοκία, ,
A). cunning, craft, Thgn. 67 (pl.).


ShortDef

cunning, craft

Debugging

Headword:
πολυπλοκία
Headword (normalized):
πολυπλοκία
Headword (normalized/stripped):
πολυπλοκια
IDX:
85207
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-85208
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πολυ-πλοκία</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">cunning, craft,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Thgn.</span> 67 </span> (pl.).</div> </div><br><br>'}