Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πολυπλασιαστέον
πολυπλάσιος
πολυπλασίων
πολύπλεθρος
πολυπλεκής
πολύπλεκτος
πολύπλευρος
πολυπλήθεια
πολυπληθέω
πολυπληθής
πολυπληθία
πολυπληθύνω
πολυπλόκαμος
πολυπλοκία
πολύπλοκος
πολύπλοος
πολύπνοος
πολυπόδειος
πολυπόδης
πολυποδία
πολυποδίνη
View word page
πολυπληθία
πολυπληθ-ία, ,
A). v. πολυπλήθεια.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πολυπληθία
Headword (normalized):
πολυπληθία
Headword (normalized/stripped):
πολυπληθια
IDX:
85204
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-85205
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πολυπληθ-ία</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">πολυπλήθεια.</span> </div> </div><br><br>'}