Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀνερωτίζω
ἀνεσθίω
ἀνεσία
ἀνέσιμος
ἄνεσις
ἀνέσπερον
ἀνέσσυτο
ἀνεσταλμένως
ἀνέστιος
ἀνεστραμμένως
ἀνέσχεθε
ἀνετάζω
ἀνέταιρος
ἀνετέον
ἀνετεροίωτος
ἀνετοικός
ἀνέτοιμος
ἄνετος
ἀνετυμολόγητος
ἀνέτυμος
ἄνευ
View word page
ἀνέσχεθε
ἀνέσχεθε
,
ἀνεσχέθομεν
, v. sub
ἀνέχω.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἀνέσχεθε
Headword (normalized):
ἀνέσχεθε
Headword (normalized/stripped):
ανεσχεθε
IDX:
8519
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-8520
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀνέσχεθε</span>, <span class="orth greek">ἀνεσχέθομεν</span>, v. sub <span class="foreign greek">ἀνέχω.</span> </div><br><br>'}