Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πολυπερίσπαστος
πολυπευθής
πολυπήδητος
πολυπήμων
πολύπηνος
πολύπηχυς
πολυπῖδαξ
πολυπικός
πολύπικρος
πολυπινής
πολύπιστος
πολύπλαγκτος
πολυπλαγκτοσύνη
πολυπλανής
πολυπλάνητος
πολύπλανος
πολυπλασιάζω
πολυπλασίασμα
πολυπλασιασμός
πολυπλασιαστέον
πολυπλάσιος
View word page
πολύπιστος
πολύ-πιστος, ον,
A). very faithful, Hsch.


ShortDef

very faithful

Debugging

Headword:
πολύπιστος
Headword (normalized):
πολύπιστος
Headword (normalized/stripped):
πολυπιστος
IDX:
85185
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-85186
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πολύ-πιστος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">very faithful,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}