Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πολύπατρις
πολυπείρητος
πολυπειρία
πολύπειρος
πολυπείρων
πολυπέλαστος
πολυπέλεθρος
πολυπενθής
πολυπερίσπαστος
πολυπευθής
πολυπήδητος
πολυπήμων
πολύπηνος
πολύπηχυς
πολυπῖδαξ
πολυπικός
πολύπικρος
πολυπινής
πολύπιστος
πολύπλαγκτος
πολυπλαγκτοσύνη
View word page
πολυπήδητος
πολυ-πήδητος, ον,
A). gloss on πολύσκαρθμος , Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πολυπήδητος
Headword (normalized):
πολυπήδητος
Headword (normalized/stripped):
πολυπηδητος
IDX:
85177
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-85178
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πολυ-πήδητος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> gloss on <span class="ref greek">πολύσκαρθμος</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}