Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πολύπαταξ
πολυπάτητος
πολύπατρις
πολυπείρητος
πολυπειρία
πολύπειρος
πολυπείρων
πολυπέλαστος
πολυπέλεθρος
πολυπενθής
πολυπερίσπαστος
πολυπευθής
πολυπήδητος
πολυπήμων
πολύπηνος
πολύπηχυς
πολυπῖδαξ
πολυπικός
πολύπικρος
πολυπινής
πολύπιστος
View word page
πολυπερίσπαστος
πολυ-περίσπαστος, ον,
A). much-distraught, Vett. Val. 4.29 .


ShortDef

much-distraught

Debugging

Headword:
πολυπερίσπαστος
Headword (normalized):
πολυπερίσπαστος
Headword (normalized/stripped):
πολυπερισπαστος
IDX:
85175
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-85176
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πολυ-περίσπαστος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">much-distraught,</span> Vett. Val.<span class="bibl"> 4.29 </span>.</div> </div><br><br>'}