Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πολύπαις
πολύπαλτος
πολυπάμφαος
πολυπάμων
πολυπαρθένευτος
πολυπάρθενος
πολύπαστος
πολύπαταξ
πολυπάτητος
πολύπατρις
πολυπείρητος
πολυπειρία
πολύπειρος
πολυπείρων
πολυπέλαστος
πολυπέλεθρος
πολυπενθής
πολυπερίσπαστος
πολυπευθής
πολυπήδητος
πολυπήμων
View word page
πολυπείρητος
πολυ-πείρητος, ον,
A). much-tried, κέλευθος CR 11.136 (Asia Minor).


ShortDef

much-tried

Debugging

Headword:
πολυπείρητος
Headword (normalized):
πολυπείρητος
Headword (normalized/stripped):
πολυπειρητος
IDX:
85168
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-85169
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πολυ-πείρητος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">much-tried,</span> <span class="quote greek">κέλευθος</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">CR</span> 11.136 </span> (Asia Minor).</div> </div><br><br>'}