Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πολύοπος
πολύοπτος
πολυόργιος
πολυορκία
πολύορκος
πολυόρμητος
πολυόρνιθος
πολύορνις
πολυόροφος
πολυοσμία
πολύοσμος
πολυόστεος
πολυούσιος
πολυόφθαλμος
πολυόχευτος
πολυοχλέω
πολυοχλία
πολύοχλος
πολυοψία
πολύοψος
πολυπάθεια
View word page
πολύοσμος
πολύ-οσμος, ον, Att. for πολύοδμος, ibid., Dsc. 4.36 , 95 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πολύοσμος
Headword (normalized):
πολύοσμος
Headword (normalized/stripped):
πολυοσμος
IDX:
85143
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-85144
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πολύ-οσμος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, Att. for <span class="foreign greek">πολύοδμος,</span> ibid., <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Dsc.</span> 4.36 </span>,<span class="bibl"> 95 </span>.</div><br><br>'}