Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πολυόμφαλος
πολυόνειρος
πολύοπος
πολύοπτος
πολυόργιος
πολυορκία
πολύορκος
πολυόρμητος
πολυόρνιθος
πολύορνις
πολυόροφος
πολυοσμία
πολύοσμος
πολυόστεος
πολυούσιος
πολυόφθαλμος
πολυόχευτος
πολυοχλέω
πολυοχλία
πολύοχλος
πολυοψία
View word page
πολυόροφος
πολυ-όροφος, ον,
A). v. πολυώροφος.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πολυόροφος
Headword (normalized):
πολυόροφος
Headword (normalized/stripped):
πολυοροφος
IDX:
85141
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-85142
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πολυ-όροφος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">πολυώροφος.</span> </div> </div><br><br>'}