Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πολύοινος
πολύοκνος
πολυόλβιος
πολύολβος
πολυομβρία
πολύομβρος
πολυόμματος
πολυόμφαλος
πολυόνειρος
πολύοπος
πολύοπτος
πολυόργιος
πολυορκία
πολύορκος
πολυόρμητος
πολυόρνιθος
πολύορνις
πολυόροφος
πολυοσμία
πολύοσμος
πολυόστεος
View word page
πολύοπτος
πολύ-οπτος, ον,
A). much-seen, Hsch.


ShortDef

much-seen

Debugging

Headword:
πολύοπτος
Headword (normalized):
πολύοπτος
Headword (normalized/stripped):
πολυοπτος
IDX:
85134
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-85135
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πολύ-οπτος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">much-seen,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}