Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πολυολvέω
πολυοινία
πολύοινος
πολύοκνος
πολυόλβιος
πολύολβος
πολυομβρία
πολύομβρος
πολυόμματος
πολυόμφαλος
πολυόνειρος
πολύοπος
πολύοπτος
πολυόργιος
πολυορκία
πολύορκος
πολυόρμητος
πολυόρνιθος
πολύορνις
πολυόροφος
πολυοσμία
View word page
πολυόνειρος
πολυ-όνειρος, ον,
A). producing many dreams, ἡ τῶν μελαγχολικῶν [κρᾶσις] π. Plu. 2.437f .


ShortDef

producing many dreams

Debugging

Headword:
πολυόνειρος
Headword (normalized):
πολυόνειρος
Headword (normalized/stripped):
πολυονειρος
IDX:
85132
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-85133
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πολυ-όνειρος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">producing many dreams,</span> <span class="quote greek">ἡ τῶν μελαγχολικῶν [κρᾶσις] π.</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Plu.</span> 2.437f </span> .</div> </div><br><br>'}