Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πολυόδευτος
πολυοδία
πολύοδμος
πολυόδους
πολυοζία
πολύοζος
πολυολvέω
πολυοινία
πολύοινος
πολύοκνος
πολυόλβιος
πολύολβος
πολυομβρία
πολύομβρος
πολυόμματος
πολυόμφαλος
πολυόνειρος
πολύοπος
πολύοπτος
πολυόργιος
πολυορκία
View word page
πολυόλβιος
πολυ-όλβιος, ον, = sq., Orph. H. 3.12 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πολυόλβιος
Headword (normalized):
πολυόλβιος
Headword (normalized/stripped):
πολυολβιος
IDX:
85126
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-85127
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πολυ-όλβιος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, = sq., <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0579.tlg001:3:12" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0579.tlg001:3.12/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Orph.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">H.</span> 3.12 </a>.</div><br><br>'}