Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πολυμορφής
πολυμορφία
πολύμορφος
πολύμουσος
πολύμοχθος
πολυμύελος
πολύμυθος
πολύμυξος
πολύμυχος
πολύναος
πολύναστος
πολυναύτης
πολυνεικής
πολύνευρον
πολυνέφελος
πολυνηνεμίη
πολυνίκης
πολυνιφής
πολύνοια
πολύνομος
πολύνοος
View word page
πολύναστος
πολύ-ναστος,
A). v. πολύνοστος.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πολύναστος
Headword (normalized):
πολύναστος
Headword (normalized/stripped):
πολυναστος
IDX:
85097
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-85098
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πολύ-ναστος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">πολύνοστος.</span> </div> </div><br><br>'}