Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
πολυμηχανία
πολυμήχανος
πολυμιγής
πολυμιγία
πολυμίγματος
πολύμικτος
πολυμιξία
πολυμισής
πολύμισθος
πολυμιταρική
πολυμιτάριος
πολύμιτος
πολυμνήμων
Πολυμνήστεια
πολυμνήστευτος
πολυμνήστη
πολύμνηστος
πολυμνήστωρ
Πολύμνια
πολύμνιος
πολυμορφής
View word page
πολυμιτάριος
πολυ-μῐτάριος
[ᾱ]
,
ὁ
,
A).
damaskweaver,
Cat.Cod.Astr.
8(4).217
.
ShortDef
damaskweaver
Debugging
Headword:
πολυμιτάριος
Headword (normalized):
πολυμιτάριος
Headword (normalized/stripped):
πολυμιταριος
IDX:
85077
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-85078
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πολυ-μῐτάριος</span> <span class="pron greek">[ᾱ]</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">damaskweaver,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Cat.Cod.Astr.</span> 8(4).217 </span>.</div> </div><br><br>'}