Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πολύμητις
πολυμήτωρ
πολυμηχανία
πολυμήχανος
πολυμιγής
πολυμιγία
πολυμίγματος
πολύμικτος
πολυμιξία
πολυμισής
πολύμισθος
πολυμιταρική
πολυμιτάριος
πολύμιτος
πολυμνήμων
Πολυμνήστεια
πολυμνήστευτος
πολυμνήστη
πολύμνηστος
πολυμνήστωρ
Πολύμνια
View word page
πολύμισθος
πολύ-μισθος, ον,
A). receiving much pay or hire, v.l. in AP 5.1 .


ShortDef

receiving much pay

Debugging

Headword:
πολύμισθος
Headword (normalized):
πολύμισθος
Headword (normalized/stripped):
πολυμισθος
IDX:
85075
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-85076
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πολύ-μισθος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">receiving much pay</span> or <span class="tr" style="font-weight: bold;">hire,</span> v.l. in <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">AP</span> 5.1 </span>.</div> </div><br><br>'}