Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πολυμῆναι
πολύμηνις
πολυμήτης
πολύμητις
πολυμήτωρ
πολυμηχανία
πολυμήχανος
πολυμιγής
πολυμιγία
πολυμίγματος
πολύμικτος
πολυμιξία
πολυμισής
πολύμισθος
πολυμιταρική
πολυμιτάριος
πολύμιτος
πολυμνήμων
Πολυμνήστεια
πολυμνήστευτος
πολυμνήστη
View word page
πολύμικτος
πολύ-μικτος, ον,
A). = πολυμιγής , Orph. H. 10.11 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πολύμικτος
Headword (normalized):
πολύμικτος
Headword (normalized/stripped):
πολυμικτος
IDX:
85072
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-85073
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πολύ-μικτος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">πολυμιγής</span> , <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0579.tlg001:10:11" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0579.tlg001:10.11/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Orph.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">H.</span> 10.11 </a>.</div> </div><br><br>'}