Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πολυμέρμερος
πολύμεσος
πολυμετάβλητος
πολυμετάβολος
πολυμετρία
πολύμετρος
πολυμηκάς
πολυμήκετος
πολυμήκης
πολύμηλος
πολυμῆναι
πολύμηνις
πολυμήτης
πολύμητις
πολυμήτωρ
πολυμηχανία
πολυμήχανος
πολυμιγής
πολυμιγία
πολυμίγματος
πολύμικτος
View word page
πολυμῆναι
πολυ-μῆναι· πολύβουλε, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πολυμῆναι
Headword (normalized):
πολυμῆναι
Headword (normalized/stripped):
πολυμηναι
IDX:
85062
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-85063
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πολυ-μῆναι·</span> <span class="foreign greek">πολύβουλε,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}