Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πολυμέδιμνος
πολυμεθής
πολυμέλαθρος
πολυμελής
πολυμελπής
πολυμεμφής
πολυμέρεια
πολυμερής
πολυμέριμνος
πολυμέριστος
πολυμέρμερος
πολύμεσος
πολυμετάβλητος
πολυμετάβολος
πολυμετρία
πολύμετρος
πολυμηκάς
πολυμήκετος
πολυμήκης
πολύμηλος
πολυμῆναι
View word page
πολυμέρμερος
πολυ-μέρμερος, ον,
A). = πολυμέριμνος , Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πολυμέρμερος
Headword (normalized):
πολυμέρμερος
Headword (normalized/stripped):
πολυμερμερος
IDX:
85052
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-85053
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πολυ-μέρμερος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">πολυμέριμνος</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}