Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πολύμαλος
πολυμανής
πολυμάντευτος
πολυμάσχαλος
πολυμάχητος
πολύμαχος
πολυμέδιμνος
πολυμεθής
πολυμέλαθρος
πολυμελής
πολυμελπής
πολυμεμφής
πολυμέρεια
πολυμερής
πολυμέριμνος
πολυμέριστος
πολυμέρμερος
πολύμεσος
πολυμετάβλητος
πολυμετάβολος
πολυμετρία
View word page
πολυμελπής
πολυ-μελπής, ές,
A). much-singing, ib. 67 .


ShortDef

much-singing

Debugging

Headword:
πολυμελπής
Headword (normalized):
πολυμελπής
Headword (normalized/stripped):
πολυμελπης
IDX:
85046
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-85047
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πολυ-μελπής</span>, <span class="itype greek">ές</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">much-singing,</span> ib.<a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0542.tlg001:67" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0542.tlg001:67/canonical-url/"> 67 </a>.</div> </div><br><br>'}