Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πολύλοπος
πολύλυπος
πολύλυχνον
πολυμάθεια
πολυμαθέω
πολυμαθημοσύνη
πολυμαθής
πολυμαθία
πολύμακαρ
πολύμαλλος
πολύμαλος
πολυμανής
πολυμάντευτος
πολυμάσχαλος
πολυμάχητος
πολύμαχος
πολυμέδιμνος
πολυμεθής
πολυμέλαθρος
πολυμελής
πολυμελπής
View word page
πολύμαλος
πολύ-μᾱλος, ον,
A). v. πολύμηλος.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πολύμαλος
Headword (normalized):
πολύμαλος
Headword (normalized/stripped):
πολυμαλος
IDX:
85036
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-85037
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πολύ-μᾱλος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">πολύμηλος.</span> </div> </div><br><br>'}