Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀνερεύνητος
ἀνερίθευτος
ἀνερίναστος
ἀνερίνεος
ἀνερκής
ἀνερμάτιστος
ἀνερμήνευτος
ἀνερπύζω
ἀνέρπω
ἀνέρρω
ἀνερυγγάνω
ἀνερυθρίαστος
ἀνερυθριάω
ἀνερύω
ἀνέρχομαι
ἀνερῶ
ἀνερωτάω
ἀνερωτητέον
ἀνερωτίζω
ἀνεσθίω
ἀνεσία
View word page
ἀνερυγγάνω
ἀνερυγγάνω·
ἀνερεύγω,
Suid.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἀνερυγγάνω
Headword (normalized):
ἀνερυγγάνω
Headword (normalized/stripped):
ανερυγγανω
IDX:
8501
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-8502
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀνερυγγάνω·</span> <span class="foreign greek">ἀνερεύγω,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Suid.</span> </span> </div><br><br>'}