Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πολυκώτιλος
πολυλάλητος
πολυλαλία
πολύλαλος
πολύλεκτος
πολυλέξις
πολύλευκτον
πολυλήϊος
πολυλήμματος
πολυλίμενος
πολυλιμενότης
πολύλιμος
πολυλιτάνευτος
πολύλλιθος
πολύλλιστος
πολύλλιτος
πολυλογέω
πολυλογία
πολυλογίζω
πολύλογος
πολύλοπος
View word page
πολυλιμενότης
πολυ-λῐμενότης, ητος, ,
A). richness in harbours, Men.Rh. p.352S.


ShortDef

richness in harbours

Debugging

Headword:
πολυλιμενότης
Headword (normalized):
πολυλιμενότης
Headword (normalized/stripped):
πολυλιμενοτης
IDX:
85016
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-85017
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πολυ-λῐμενότης</span>, <span class="itype greek">ητος</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">richness in harbours,</span> Men.Rh.<a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg4083.tlg001:p.352S" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg4083.tlg001:p.352S/canonical-url/"> p.352S. </a> </div> </div><br><br>'}