Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
πολυκώκυτος
πολύκωλος
πολύκωμος
πολύκωπος
πολυκώτιλος
πολυλάλητος
πολυλαλία
πολύλαλος
πολύλεκτος
πολυλέξις
πολύλευκτον
πολυλήϊος
πολυλήμματος
πολυλίμενος
πολυλιμενότης
πολύλιμος
πολυλιτάνευτος
πολύλλιθος
πολύλλιστος
πολύλλιτος
πολυλογέω
View word page
πολύλευκτον
πολύ-λευκτον·
πολυπλάνητον, πανταχοῦ περιφερές,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
πολύλευκτον
Headword (normalized):
πολύλευκτον
Headword (normalized/stripped):
πολυλευκτον
IDX:
85012
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-85013
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πολύ-λευκτον·</span> <span class="foreign greek">πολυπλάνητον, πανταχοῦ περιφερές,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}