Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πολυκτήματος
πολυκτημοσύνη
πολυκτήμων
πολύκτηνος
πολυκτησία
πολύκτητος
πολύκτιτος
πολυκτόνος
πολυκύδιστος
πολύκυθνος
πολύκυκλος
πολύκυκος
πολυκυλίνδητος
πολυκύματος
πολυκύμων
πολυκώθων
πολυκώκυτος
πολύκωλος
πολύκωμος
πολύκωπος
πολυκώτιλος
View word page
πολύκυκλος
πολύ-κυκλος, ον,
A). with many circles, Id.s.v.πολυέλικτον.


ShortDef

with many circles

Debugging

Headword:
πολύκυκλος
Headword (normalized):
πολύκυκλος
Headword (normalized/stripped):
πολυκυκλος
IDX:
84996
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-84997
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πολύ-κυκλος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">with many circles,</span> Id.s.v.<span class="foreign greek">πολυέλικτον.</span> </div> </div><br><br>'}