Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
πολυκτέανος
πολυκτήματος
πολυκτημοσύνη
πολυκτήμων
πολύκτηνος
πολυκτησία
πολύκτητος
πολύκτιτος
πολυκτόνος
πολυκύδιστος
πολύκυθνος
πολύκυκλος
πολύκυκος
πολυκυλίνδητος
πολυκύματος
πολυκύμων
πολυκώθων
πολυκώκυτος
πολύκωλος
πολύκωμος
πολύκωπος
View word page
πολύκυθνος
πολύ-κυθνος
,
ον
,
A).
=
πολύσπερμος
,
Hsch.
s.v.
κυθνόν.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
πολύκυθνος
Headword (normalized):
πολύκυθνος
Headword (normalized/stripped):
πολυκυθνος
IDX:
84995
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-84996
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πολύ-κυθνος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">πολύσπερμος</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> s.v. <span class="ref greek">κυθνόν.</span> </div> </div><br><br>'}