Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πολυκρόταλος
πολυκρότητος
πολύκροτος
πολύκρουνος
πολύκρωζος
πολυκτέανος
πολυκτήματος
πολυκτημοσύνη
πολυκτήμων
πολύκτηνος
πολυκτησία
πολύκτητος
πολύκτιτος
πολυκτόνος
πολυκύδιστος
πολύκυθνος
πολύκυκλος
πολύκυκος
πολυκυλίνδητος
πολυκύματος
πολυκύμων
View word page
πολυκτησία
πολυ-κτησία, ,
A). = πολυκτημοσύνη , Ath. 6.233d .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πολυκτησία
Headword (normalized):
πολυκτησία
Headword (normalized/stripped):
πολυκτησια
IDX:
84990
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-84991
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πολυ-κτησία</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">πολυκτημοσύνη</span> , <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0008.tlg001.perseus-grc1:6:233d" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0008.tlg001.perseus-grc1:6.233d/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Ath.</span> 6.233d </a>.</div> </div><br><br>'}