Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πολύκριμνος
πολύκριτος
πολυκρόκαλος
πολύκροσσος
πολυκρόταλος
πολυκρότητος
πολύκροτος
πολύκρουνος
πολύκρωζος
πολυκτέανος
πολυκτήματος
πολυκτημοσύνη
πολυκτήμων
πολύκτηνος
πολυκτησία
πολύκτητος
πολύκτιτος
πολυκτόνος
πολυκύδιστος
πολύκυθνος
πολύκυκλος
View word page
πολυκτήματος
πολυ-κτήμᾰτος, ον, = foreg., Ptol. Tetr. 69 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πολυκτήματος
Headword (normalized):
πολυκτήματος
Headword (normalized/stripped):
πολυκτηματος
IDX:
84986
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-84987
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πολυ-κτήμᾰτος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, = foreg., <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0363.tlg007:69" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0363.tlg007:69/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Ptol.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Tetr.</span> 69 </a>.</div><br><br>'}