Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πολύκρεκτος
πολυκρέως
πολύκρημνος
πολυκριθέω
πολύκριθος
πολύκριμνος
πολύκριτος
πολυκρόκαλος
πολύκροσσος
πολυκρόταλος
πολυκρότητος
πολύκροτος
πολύκρουνος
πολύκρωζος
πολυκτέανος
πολυκτήματος
πολυκτημοσύνη
πολυκτήμων
πολύκτηνος
πολυκτησία
πολύκτητος
View word page
πολυκρότητος
πολυ-κρότητος, ον,
A). much struck or beaten, Hsch. s.v. ἀκρότητα.


ShortDef

much struck

Debugging

Headword:
πολυκρότητος
Headword (normalized):
πολυκρότητος
Headword (normalized/stripped):
πολυκροτητος
IDX:
84981
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-84982
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πολυ-κρότητος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">much struck</span> or <span class="tr" style="font-weight: bold;">beaten,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> s.v. <span class="ref greek">ἀκρότητα.</span> </div> </div><br><br>'}