Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πολυκόλυμβος
πολύκομος
πολύκομπος
πολύκομψος
πολύκοπος
πολύκοσμος
πολύκρανος
Πολυκράτειος
πολυκρατέω
πολυκρατής
πολύκρατος
πολύκρεκτος
πολυκρέως
πολύκρημνος
πολυκριθέω
πολύκριθος
πολύκριμνος
πολύκριτος
πολυκρόκαλος
πολύκροσσος
πολυκρόταλος
View word page
πολύκρατος
πολύ-κρᾱτος, ον,
A). much-mixed, AB 371 .


ShortDef

much-mixed

Debugging

Headword:
πολύκρατος
Headword (normalized):
πολύκρατος
Headword (normalized/stripped):
πολυκρατος
IDX:
84970
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-84971
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πολύ-κρᾱτος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">much-mixed,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">AB</span> 371 </span>.</div> </div><br><br>'}