Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πολυκοιρανία
πολυκοίρανος
πολυκοιτέω
πολύκοιτος
πολύκολπος
πολυκόλυμβος
πολύκομος
πολύκομπος
πολύκομψος
πολύκοπος
πολύκοσμος
πολύκρανος
Πολυκράτειος
πολυκρατέω
πολυκρατής
πολύκρατος
πολύκρεκτος
πολυκρέως
πολύκρημνος
πολυκριθέω
πολύκριθος
View word page
πολύκοσμος
πολῠ/-κοσμος, ον,
A). much-adorned, Hsch. s.v. πολυδαίδαλον.


ShortDef

much-adorned

Debugging

Headword:
πολύκοσμος
Headword (normalized):
πολύκοσμος
Headword (normalized/stripped):
πολυκοσμος
IDX:
84965
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-84966
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πολῠ/-κοσμος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">much-adorned,</span> Hsch. s.v. <span class="ref greek">πολυδαίδαλον.</span> </div> </div><br><br>'}