Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πολυΐψιος
πολυκαγκής
πολυκαδία
πολυκαής
πολυκάθεδρος
πολυκαισαρίη
πολυκάλαμος
πολυκάματος
πολυκάμμορος
πολυκαμπής
πολύκαμπτος
πολυκανής
πολύκαπνος
πολυκάρηνος
πολυκαρπέω
πολυκαρπία
πολύκαρπος
πολυκατασκεύαστος
πολυκατέργαστος
πολύκαυλος
πολυκέλαδος
View word page
πολύκαμπτος
πολύ-καμπτος, ον = foreg., μελέων π.
A). v.l. for πολυπλάγκτων in Parm. 16.1 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πολύκαμπτος
Headword (normalized):
πολύκαμπτος
Headword (normalized/stripped):
πολυκαμπτος
IDX:
84902
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-84903
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πολύ-καμπτος</span>, <span class="itype greek">ον</span> = foreg., <span class="foreign greek">μελέων π.</span> <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v.l. for <span class="ref greek">πολυπλάγκτων</span> in <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg1562.tlg001:16:1" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg1562.tlg001:16.1/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Parm.</span> 16.1 </a>.</div> </div><br><br>'}