Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πολυΐστωρ
πολύϊχθυς
πολυΐψιος
πολυκαγκής
πολυκαδία
πολυκαής
πολυκάθεδρος
πολυκαισαρίη
πολυκάλαμος
πολυκάματος
πολυκάμμορος
πολυκαμπής
πολύκαμπτος
πολυκανής
πολύκαπνος
πολυκάρηνος
πολυκαρπέω
πολυκαρπία
πολύκαρπος
πολυκατασκεύαστος
πολυκατέργαστος
View word page
πολυκάμμορος
πολυ-κάμμορος, ον,
A). very miserable, AP 9.151 (Antip.).


ShortDef

very miserable

Debugging

Headword:
πολυκάμμορος
Headword (normalized):
πολυκάμμορος
Headword (normalized/stripped):
πολυκαμμορος
IDX:
84900
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-84901
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πολυ-κάμμορος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">very miserable,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">AP</span> 9.151 </span> (Antip.).</div> </div><br><br>'}