Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πολυϊστορία
πολυΐστωρ
πολύϊχθυς
πολυΐψιος
πολυκαγκής
πολυκαδία
πολυκαής
πολυκάθεδρος
πολυκαισαρίη
πολυκάλαμος
πολυκάματος
πολυκάμμορος
πολυκαμπής
πολύκαμπτος
πολυκανής
πολύκαπνος
πολυκάρηνος
πολυκαρπέω
πολυκαρπία
πολύκαρπος
πολυκατασκεύαστος
View word page
πολυκάματος
πολυ-κάμᾰτος [κᾰ], ον,
A). = πολύκμητος , Phot., Suid.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πολυκάματος
Headword (normalized):
πολυκάματος
Headword (normalized/stripped):
πολυκαματος
IDX:
84899
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-84900
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πολυ-κάμᾰτος</span> <span class="pron greek">[κᾰ]</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">πολύκμητος</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Phot.</span></span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Suid.</span> </span> </div> </div><br><br>'}