Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πολυΐδμων
πολυϊδρεία
πολυϊδρίδας
πολύϊδρις
πολύϊνος
πολυϊππία
πολύϊππος
πολυϊστορία
πολυΐστωρ
πολύϊχθυς
πολυΐψιος
πολυκαγκής
πολυκαδία
πολυκαής
πολυκάθεδρος
πολυκαισαρίη
πολυκάλαμος
πολυκάματος
πολυκάμμορος
πολυκαμπής
πολύκαμπτος
View word page
πολυΐψιος
πολυ-ΐψιος, ον,
A). v. πολυδίψιος.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πολυΐψιος
Headword (normalized):
πολυΐψιος
Headword (normalized/stripped):
πολυιψιος
IDX:
84892
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-84893
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πολυ-ΐψιος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">πολυδίψιος.</span> </div> </div><br><br>'}