Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πολύθραυστος
πολυθρέμματος
πολυθρέμμων
πολύθρεπτος
πολυθρήνητος
πολύθρηνος
πολύθριδαξ
πόλυθριξ
πολυθρόνιος
πολύθροος
πολυθρυλής
πολυθρύλητος
πολύθυρος
πολυθύσανος
πολύθυτος
πολυΐαχος
πολυΐδμων
πολυϊδρεία
πολυϊδρίδας
πολύϊδρις
πολύϊνος
View word page
πολυθρυλής
πολυ-θρῡλής, ές, = sq., Ptol. Tetr. 170 (s.v.l.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πολυθρυλής
Headword (normalized):
πολυθρυλής
Headword (normalized/stripped):
πολυθρυλης
IDX:
84876
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-84877
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πολυ-θρῡλής</span>, <span class="itype greek">ές</span>, = sq., <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0363.tlg007:170" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0363.tlg007:170/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Ptol.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Tetr.</span> 170 </a> (s.v.l.).</div><br><br>'}