Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πολυθηρία
πολύθηρος
πολυθλιβής
πολύθουρος
πολύθραυστος
πολυθρέμματος
πολυθρέμμων
πολύθρεπτος
πολυθρήνητος
πολύθρηνος
πολύθριδαξ
πόλυθριξ
πολυθρόνιος
πολύθροος
πολυθρυλής
πολυθρύλητος
πολύθυρος
πολυθύσανος
πολύθυτος
πολυΐαχος
πολυΐδμων
View word page
πολύθριδαξ
πολύ-θρῐδαξ, ᾰκος,
A). abounding in lettuces, Diom. p.326 K.


ShortDef

abounding in lettuces

Debugging

Headword:
πολύθριδαξ
Headword (normalized):
πολύθριδαξ
Headword (normalized/stripped):
πολυθριδαξ
IDX:
84872
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-84873
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πολύ-θρῐδαξ</span>, <span class="itype greek">ᾰκος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">abounding in lettuces,</span> Diom.<a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg2051.tlg001:p.326" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg2051.tlg001:p.326/canonical-url/"> p.326 </a> K.</div> </div><br><br>'}