Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πολυθεΐα
πολυθελγής
πολύθεος
πολυθερής
πολύθερμος
πολύθεστος
πολυθηρία
πολύθηρος
πολυθλιβής
πολύθουρος
πολύθραυστος
πολυθρέμματος
πολυθρέμμων
πολύθρεπτος
πολυθρήνητος
πολύθρηνος
πολύθριδαξ
πόλυθριξ
πολυθρόνιος
πολύθροος
πολυθρυλής
View word page
πολύθραυστος
πολύ-θραυστος, ον,
A). much-broken, EM 1.52 .


ShortDef

much-broken

Debugging

Headword:
πολύθραυστος
Headword (normalized):
πολύθραυστος
Headword (normalized/stripped):
πολυθραυστος
IDX:
84866
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-84867
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πολύ-θραυστος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">much-broken,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">EM</span> 1.52 </span>.</div> </div><br><br>'}