Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πολύηχος
πολυθάητος
πολυθάλμιος
πολυθαλπής
πολυθαμβής
πολυθαρσής
πολυθαύμαστος
πολυθεάμων
πολυθέατος
πολυθεΐα
πολυθελγής
πολύθεος
πολυθερής
πολύθερμος
πολύθεστος
πολυθηρία
πολύθηρος
πολυθλιβής
πολύθουρος
πολύθραυστος
πολυθρέμματος
View word page
πολυθελγής
πολυ-θελγής, ές,
A). bewitching, dub.in Hymn.Is. 104 .


ShortDef

bewitching

Debugging

Headword:
πολυθελγής
Headword (normalized):
πολυθελγής
Headword (normalized/stripped):
πολυθελγης
IDX:
84857
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-84858
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πολυ-θελγής</span>, <span class="itype greek">ές</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">bewitching,</span> dub.in <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Hymn.Is.</span> 104 </span>.</div> </div><br><br>'}