Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πολυήχητος
πολυηχία
πολύηχος
πολυθάητος
πολυθάλμιος
πολυθαλπής
πολυθαμβής
πολυθαρσής
πολυθαύμαστος
πολυθεάμων
πολυθέατος
πολυθεΐα
πολυθελγής
πολύθεος
πολυθερής
πολύθερμος
πολύθεστος
πολυθηρία
πολύθηρος
πολυθλιβής
πολύθουρος
View word page
πολυθέατος
πολυ-θέᾱτος, ον,
A). much-seen, conspicuous, Hsch. s.v. πολύοπτος.


ShortDef

much-seen, conspicuous

Debugging

Headword:
πολυθέατος
Headword (normalized):
πολυθέατος
Headword (normalized/stripped):
πολυθεατος
IDX:
84855
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-84856
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πολυ-θέᾱτος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">much-seen, conspicuous,</span> Hsch. s.v. <span class="ref greek">πολύοπτος.</span> </div> </div><br><br>'}