Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
πολυήσυχος
πολυηχής
πολυήχητος
πολυηχία
πολύηχος
πολυθάητος
πολυθάλμιος
πολυθαλπής
πολυθαμβής
πολυθαρσής
πολυθαύμαστος
πολυθεάμων
πολυθέατος
πολυθεΐα
πολυθελγής
πολύθεος
πολυθερής
πολύθερμος
πολύθεστος
πολυθηρία
πολύθηρος
View word page
πολυθαύμαστος
πολυ-θαύμαστος
,
ον
,
A).
much-admired,
Suid. s.v.
Ἱπποκράτης.
ShortDef
much-admired
Debugging
Headword:
πολυθαύμαστος
Headword (normalized):
πολυθαύμαστος
Headword (normalized/stripped):
πολυθαυμαστος
IDX:
84853
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-84854
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πολυ-θαύμαστος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">much-admired,</span> Suid. s.v. <span class="ref greek">Ἱπποκράτης.</span> </div> </div><br><br>'}