Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀνεπόψιος
ἀνέραμαι
ἀνεραστία
ἀνέραστος
ἀνεργάζομαι
ἀνεργασία
ἀνέργαστος
ἀνέργεια
ἀνεργία
ἄνεργος
ἀνέργω
ἀνερεθίζω
ἀνερείδω
ἀνέρεικτος
ἀνερείπομαι
ἀνερέπτομαι
ἀνερεύγω
ἀνερευθής
ἀνερευνάω
ἀνερεύνησις
ἀνερεύνητος
View word page
ἀνέργω
ἀνέργω,
A). v. ἀνείργω.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀνέργω
Headword (normalized):
ἀνέργω
Headword (normalized/stripped):
ανεργω
IDX:
8481
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-8482
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀνέργω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ἀνείργω.</span> </div> </div><br><br>'}