Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πολυειδήμων
πολυειδής
πολυειδία
πολύειδος
πολυείλητος
πολυείμων
πολυέλαιος
πολυέλεος
πολυέλικτος
πολυελκής
πολύενος
πολυέξοδος
πολυεπαίνετος
πολυεπής
πολυέραστος
πολυεργής
πολύεργος
πολυερώμενος
πολυέρως
πολύεσθλος
πολυέταιρος
View word page
πολύενος
πολύ-ενος, ον,(ἔνος Α)
A). = πολυετής , Suid.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πολύενος
Headword (normalized):
πολύενος
Headword (normalized/stripped):
πολυενος
IDX:
84803
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-84804
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πολύ-ενος</span>, <span class="itype greek">ον</span>,(<span class="etym greek">ἔνος Α</span>) <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">πολυετής</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Suid.</span> </span> </div> </div><br><br>'}