Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πολύδιψος
πολύδονος
πολυδόξαστος
πολυδοξία
πολύδοξος
πολυδουλεία
πολυδούλευτος
πολύδουλος
πολυδράστεια
πολύδριον
πολυδρομή
πολύδρομος
πολύδροσος
πολύδρυμος
πολυδύναμος
πολυδωρία
πολύδωρος
πολύεδνος
πολύεδρος
πολυεθνής
πολυείδεια
View word page
πολυδρομή
πολυ-δρομή, ,
A). long race, IG 12(9).95 (Eretria).


ShortDef

long race

Debugging

Headword:
πολυδρομή
Headword (normalized):
πολυδρομή
Headword (normalized/stripped):
πολυδρομη
IDX:
84782
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-84783
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πολυ-δρομή</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">long race,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">IG</span> 12(9).95 </span> (Eretria).</div> </div><br><br>'}