Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πολυδήνης
πολύδηρις
πολυδήριτος
πολυδιαίρετος
πολυδιάκριτος
πολυδιάφθορος
πολυδιάχυτος
πολυδικέω
πολύδικος
πολυδινής
πολυδίνητος
πολυδιοίκητος
πολυδίψιος
πολύδιψος
πολύδονος
πολυδόξαστος
πολυδοξία
πολύδοξος
πολυδουλεία
πολυδούλευτος
πολύδουλος
View word page
πολυδίνητος
πολυ-δίνητος [ῑ], ον,
A). much-whirled, φύλλον D.P. 407 .


ShortDef

much-whirled

Debugging

Headword:
πολυδίνητος
Headword (normalized):
πολυδίνητος
Headword (normalized/stripped):
πολυδινητος
IDX:
84769
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-84770
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πολυ-δίνητος</span> <span class="pron greek">[ῑ]</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">much-whirled,</span> <span class="quote greek">φύλλον</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0084.tlg001:407" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0084.tlg001:407/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">D.P.</span> 407 </a> .</div> </div><br><br>'}