Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

Πολυδεύκης
Πολυδεύκιον
πολύδημος
πολυδημώδης
πολυδήνης
πολύδηρις
πολυδήριτος
πολυδιαίρετος
πολυδιάκριτος
πολυδιάφθορος
πολυδιάχυτος
πολυδικέω
πολύδικος
πολυδινής
πολυδίνητος
πολυδιοίκητος
πολυδίψιος
πολύδιψος
πολύδονος
πολυδόξαστος
πολυδοξία
View word page
πολυδιάχυτος
πολυ-διάχῠτος, ον,
A). widely diffused, πάθος Hsch. s.v. γάγγραινα.


ShortDef

widely diffused

Debugging

Headword:
πολυδιάχυτος
Headword (normalized):
πολυδιάχυτος
Headword (normalized/stripped):
πολυδιαχυτος
IDX:
84765
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-84766
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πολυ-διάχῠτος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">widely diffused,</span> <span class="quote greek">πάθος</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> s.v. <span class="ref greek">γάγγραινα.</span> </div> </div><br><br>'}